- κοιλώματος
- κοίλωμαhollowneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίλιασμα — το [κοιλιάζω] ο σχηματισμός κοιλώματος σε μια επιφάνεια, κύρτωμα, καμπυλοειδής προεξοχή … Dictionary of Greek
πυγίδιο — το / πυγίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα τού σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών γ) το ανώτερο… … Dictionary of Greek
σπλαγχνόπλευρο — το, Ν βιολ. σπλαγχνικό εσωτερικό τμήμα τού επιθηλίου τού κοιλώματος τών σπονδυλοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnopleure (< σπλάγχνα + πλευρό)] … Dictionary of Greek
σχιζοκοιλία — η, ή σχιζόκοιλο, το, Ν βιολ. (στους δακτυλιοσκώληκες, στα μαλάκια, στην τροχοφόρο προνύμφη, στα βραχιονόποδα και στα αρθρόποδα) τρόπος σχηματισμού τού κοιλώματος με αρχική ανάπτυξη τού μεσοδέρματος σε συμπαγείς κυτταρικές μάζες, οι οποίες… … Dictionary of Greek
τοίχωμα — το, ατος 1. τοίχος. 2. πλευρά κοιλώματος: Κοιλιακά τοιχώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)